-чкэ, α.
1. χτύπημα προς τα μπρος. || σπρώξιμο, σπρωξιά,
2. -ом α) επίρ. με χτύπημα προς τα μπρος, β) με εξοχή προς τα πάνω.
3. βλ. тычина.
4. εξοχή κορυφή• αιχμή προς τα πάνω.
εκφρ.
на - – έ α) στην κορυφή, επάνω, β) σε μέρος ακατάλληλο, ενοχλητικό, μπελαλίδικο•